- βοτρυόδωρος
- βοτρυόδωροςgrape-producingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοτρυόδωρος — βοτρυόδωρος, ον (Α) αυτός που παράγει σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βότρυς + δωρος < δώρον] … Dictionary of Greek
βοτρυόδωρε — βοτρυόδωρος grape producing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek